ebullient
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ebullient (en)
- που βράζει (ο βράζων), που κοχλάζει (ο κοχλάζων)
- ενθουσιώδης, εκδηλωτικός, που ξεχειλίζει από συναισθήματα κ.λπ.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Θ.Ν. Τσαβέας (διεύθυνση σύνταξης), Μέγα αγγλοελληνικόν λεξικόν (Αθήνα: Οδυσσεύς, χ.χ.), τόμ. 2, σ. 15.