economize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | economize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | economizes |
αόριστος | economized |
παθητική μετοχή | economized |
ενεργητική μετοχή | economizing |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
economize (en)