Μετάβαση στο περιεχόμενο

economize

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας economize
γ΄ ενικό ενεστώτα economizes
αόριστος economized
παθητική μετοχή economized
ενεργητική μετοχή economizing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
economize < econom(y) + -ize

economize (en)