educated

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός educated
συγκριτικός more educated
υπερθετικός most educated

educated (en)

  • μορφωμένος, που έχει ή παρουσιάζει υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης
    ⮡  My grandpa was highly educated.
    Ο παππούς μου ήταν πολύ μορφωμένος.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

educated (en)