edzeco
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | edzeco | edzecoj |
αιτιατική | edzecon | edzecojn |
edzeco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | edzeco | edzecoj |
αιτιατική | edzecon | edzecojn |
edzeco (eo)