edziĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | edziĝo | edziĝoj |
αιτιατική | edziĝon | edziĝojn |
edziĝo (eo)
- ο γάμος (η ένωση δύο ατόμων με σκοπό να ζήσουν μαζί για πάντα)