edziĝo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

edziĝo < edz- + -iĝ- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική edziĝo edziĝoj
αιτιατική edziĝon edziĝojn

edziĝo (eo)

  • ο γάμος (η ένωση δύο ατόμων με σκοπό να ζήσουν μαζί για πάντα)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]