edziĝo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | edziĝo | edziĝoj |
αιτιατική | edziĝon | edziĝojn |
edziĝo (eo)
- ο γάμος (η ένωση δύο ατόμων με σκοπό να ζήσουν μαζί για πάντα)