edzino
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | edzino | edzinoj |
αιτιατική | edzinon | edzinojn |
edzino (eo)
- η σύζυγος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | edzino | edzinoj |
αιτιατική | edzinon | edzinojn |
edzino (eo)