efektiva
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | efektiva | efektivaj |
αιτιατική | efektivan | efektivajn |
efektiva (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | efektiva | efektivaj |
αιτιατική | efektivan | efektivajn |
efektiva (eo)