efféminé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | efféminé | efféminés |
θηλυκό | efféminée | efféminées |
Επίθετο[επεξεργασία]
efféminé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | efféminé | efféminés |
θηλυκό | efféminée | efféminées |
efféminé (fr)