effarouchement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ.fa.ʁuʃ.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
effarouchement | effarouchements |
effarouchement (fr) αρσενικό
- το αλάφιασμα