effective
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | effective |
συγκριτικός | more effective |
υπερθετικός | most effective |
Επίθετο[επεξεργασία]
effective (en)
- αποδοτικός, αποτελεσματικός, που παράγει το επιθυμητό αποτέλεσμα ή το αποτέλεσμα που προορίζεται
- ↪ The treatment is effective.
- Η θεραπεία είναι αποδοτική.
- ↪ effective measures - αποτελεσματικά μετρά
- ↪ The treatment is effective.
- που τίθεται σε ισχύ