Μετάβαση στο περιεχόμενο

effective

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός effective
συγκριτικός more effective
υπερθετικός most effective

Επίθετο

[επεξεργασία]

effective (en)

  1. αποδοτικός, αποτελεσματικός, που παράγει το επιθυμητό αποτέλεσμα ή το αποτέλεσμα που προορίζεται
      The treatment is effective.
    Η θεραπεία είναι αποδοτική.
      effective measures - αποτελεσματικά μετρά
  2. ισχύει, που τίθεται σε ισχύ
      The wage increase will be effective as of May 1st.
    Η αύξηση μισθών θα ισχύσει από 1ης Μαΐου.