effective
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | effective |
συγκριτικός | more effective |
υπερθετικός | most effective |
Επίθετο
[επεξεργασία]effective (en)
- αποδοτικός, αποτελεσματικός, που παράγει το επιθυμητό αποτέλεσμα ή το αποτέλεσμα που προορίζεται
- ⮡ The treatment is effective.
- Η θεραπεία είναι αποδοτική.
- ⮡ effective measures - αποτελεσματικά μετρά
- ⮡ The treatment is effective.
- ισχύει, που τίθεται σε ισχύ
- ⮡ The wage increase will be effective as of May 1st.
- Η αύξηση μισθών θα ισχύσει από 1ης Μαΐου.
- ⮡ The wage increase will be effective as of May 1st.