Μετάβαση στο περιεχόμενο

effectiveness

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
effectiveness < effective + -ness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

effectiveness (en) (μη μετρήσιμο)

  • η αποτελεσματικότητα
    παράδειγμα  Time will tell the effectiveness of the drug.
    Ο χρόνος θα δείξει την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου.