effectiveness
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]effectiveness (en) (μη μετρήσιμο)
- η αποτελεσματικότητα
Time will tell the effectiveness of the drug.
- Ο χρόνος θα δείξει την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου.