Μετάβαση στο περιεχόμενο

efficiently

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός efficiently
συγκριτικός more efficiently
υπερθετικός most efficiently

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
efficiently < efficient + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

efficiently (en)

  • αποδοτικά
      She works very efficiently.
    Εργάζεται πολύ αποδοτικά.
      With the new machines, the work is done faster and more efficiently.
    Με τα καινούρια μηχανήματα η δουλειά γίνεται γρηγορότερα και αποδοτικότερα.