efficiently
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | efficiently |
συγκριτικός | more efficiently |
υπερθετικός | most efficiently |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]efficiently (en)
- αποδοτικά
- ⮡ She works very efficiently.
- Εργάζεται πολύ αποδοτικά.
- ⮡ With the new machines, the work is done faster and more efficiently.
- Με τα καινούρια μηχανήματα η δουλειά γίνεται γρηγορότερα και αποδοτικότερα.
- ⮡ She works very efficiently.