eilen
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]eilen (de)
- es eilt nicht - δεν επείγει
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]eilen (fi)
eilen (de)
eilen (fi)