either
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈiːð.ə(ɹ)/ (αμερικανικό)
Αντωνυμία
[επεξεργασία]either (en)
Επίρρημα
[επεξεργασία]either (en) (χωρίς παραθετικά)
either (en)
- οποιοσδήποτε, ένα από κάτι, είτε ο ένας είτε ο άλλος
- ⮡ You can choose either movie, but not both.
- Μπορείς να διαλέξεις οποιαδήποτε ταινία, αλλά όχι και τις δύο.
- ⮡ You can choose either of the two flavors, but not both.
- Μπορείτε να επιλέξετε μία από τις δύο γεύσεις αλλά όχι και τις δύο.
- ⮡ You can choose either movie, but not both.
- κάθε, και ο ένας και ο άλλος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]either (en)
- (either…or) είτε…είτε, ή…ή, για…για, παρουσιάζεται η τελευταία επιλογή με or
- ⮡ He is either mad or drunk.
- Είναι είτε τρελός είτε μεθυσμένος.
- ⮡ They will discuss it either before or after the lesson.
- Θα συζητήσουν ή πριν ή μετά το μάθημα.
- ⮡ Humor is something that you either have (it) or you don’t (have it).
- Το χιούμορ είναι κάτι που ή το έχεις ή δεν το έχεις.
- ⮡ You are either mad or do not know what you are talking about.
- Για είσαι τρελός για δεν ξέρεις τι λες.
- → και δείτε τον σύνδεσμο or
- ⮡ He is either mad or drunk.
Πηγές
[επεξεργασία]- either (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- either (determiner, pronoun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 188, 266, 289, 395, 637. ISBN 9780194325684., λήμμα: για, είτε, ένας, καθένας, ούτε