ekscitiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ekscitiĝi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα ekscitiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ekscitiĝas ekscitiĝanta ekscitiĝata
αόριστος ekscitiĝis ekscitiĝinta ekscitiĝita
μέλλοντας ekscitiĝos ekscitiĝonta ekscitiĝota
υποθετική ekscitiĝus - -
προστακτική ekscitiĝu - -

ekscitiĝi (eo)