elŝteliĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

elŝteliĝi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα elŝteliĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας elŝteliĝas elŝteliĝanta elŝteliĝata
αόριστος elŝteliĝis elŝteliĝinta elŝteliĝita
μέλλοντας elŝteliĝos elŝteliĝonta elŝteliĝota
υποθετική elŝteliĝus - -
προστακτική elŝteliĝu - -

elŝteliĝi (eo)