elŝteliĝota
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
elŝteliĝota (eo)
- μέλλοντας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος elŝteliĝi
elŝteliĝota (eo)