Αβλέμονας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αβλέμονας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αβλέμονας οι Αβλέμονες
      γενική του Αβλέμονα των Αβλεμόνων
    αιτιατική τον Αβλέμονα τους Αβλέμονες
     κλητική Αβλέμονα Αβλέμονες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αβλέμονας < αβλέμονας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈvle.mo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐βλέ‐μο‐νας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αβλέμονας αρσενικό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]