Αλσούπολη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αλσούπολη | οι | Αλσουπόλεις |
γενική | της | Αλσούπολης* | των | Αλσουπόλεων |
αιτιατική | την | Αλσούπολη | τις | Αλσουπόλεις |
κλητική | Αλσούπολη | Αλσουπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Αλσουπόλεως Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /alˈsu.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αλ‐σού‐πο‐λη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αλσούπολη θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Αλσούπολη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με επίθημα -ούπολη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)