Ασσυρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ασσύρια, Ἀσσυρία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ασσυρία οι Ασσυρίες
      γενική της Ασσυρίας των Ασσυριών
    αιτιατική την Ασσυρία τις Ασσυρίες
     κλητική Ασσυρία Ασσυρίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ασσυρία < αρχαία ελληνική Ἀσσυρία < ακκαδική 𒀸𒋗𒁺𐎹 (Aššūrāyu) < 𒀸𒋩 (Aššur) η πρωτεύουσα του κράτους τους

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.siˈri.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ασ‐συ‐ρί‐α

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ασσυρία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]