Γεράνεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γεράνια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Γεράνεια
      γενική των Γερανείων
    αιτιατική τα Γεράνεια
     κλητική Γεράνεια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τα Γεράνεια όπως φαίνονται από τη βόρεια ακτή της λίμνης Βουλιαγμένης

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γεράνεια < αρχαία ελληνική Γεράνεια < γεράνειος < γέρανος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝeˈɾa.ni.a/ (συγκρίνετε με το γεράνια)
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γε‐ρά‐νει‐α

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Γεράνεια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Γεράνει αἱ Γεράνειαι
      γενική τῆς Γερανείᾱς τῶν Γερανειῶν
      δοτική τῇ Γερανεί ταῖς Γερανείαις
    αιτιατική τὴν Γεράνειᾰν τὰς Γερανείᾱς
     κλητική ! Γεράνει Γεράνειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Γερανεί
γεν-δοτ τοῖν  Γερανείαιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γεράνεια < γεράνειος < γέρανος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Γεράνεια θηλυκό

  1. οροσειρά της Αττικής
  2. ονομασία πόλεων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]