Γουαδελούπη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γουαδελούπη οι Γουαδελούπες
      γενική της Γουαδελούπης
    αιτιατική τη Γουαδελούπη τις Γουαδελούπες
     κλητική Γουαδελούπη Γουαδελούπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γουαδελούπη < (άμεσο δάνειο) γαλλική Guadeloupe < ισπανική Guadalupe (από την αντίστοιχη πόλη Guadelupe στην Ισπανία)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Γουαδελούπη θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]