Κουσουνάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κουσουνάρι | τα | Κουσουνάρια |
γενική | του | Κουσουναριού | των | Κουσουναριών |
αιτιατική | το | Κουσουνάρι | τα | Κουσουνάρια |
κλητική | Κουσουνάρι | Κουσουνάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κουσουνάρι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ku.suˈna.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐σου‐νά‐ρι
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κουσουνάρι ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κουσουνάρι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)