Λαμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λάμια, Λάμια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λαμία οι Λαμίες
      γενική της Λαμίας των Λαμιών
    αιτιατική τη Λαμία τις Λαμίες
     κλητική Λαμία Λαμίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πανοραμική άποψη της Λαμίας
Λαμία < ελληνιστική κοινή Λαμία[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /laˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λα‐μί‐α
 

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λαμία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Λαμί
      γενική τῆς Λαμίᾱς
      δοτική τῇ Λαμί
    αιτιατική τὴν Λαμίᾱν
     κλητική ! Λαμί
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λαμία < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λαμία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]