Λουτρόπυργος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λουτρόπυργος οι Λουτρόπυργοι
      γενική του Λουτρόπυργου
Λουτροπύργου
των Λουτρόπυργων
Λουτροπύργων
    αιτιατική τον Λουτρόπυργο τους Λουτρόπυργους
Λουτροπύργους
     κλητική Λουτρόπυργε Λουτρόπυργοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λουτρόπυργος < λουτρό- + πύργος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /luˈtɾo.piɾ.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λου‐τρό‐πυρ‐γος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λουτρόπυργος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]