Μανιάτικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Μανιάτικα | ||
γενική | των | Μανιάτικων | ||
αιτιατική | τα | Μανιάτικα | ||
κλητική | Μανιάτικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μανιάτικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μανιάτικος στον πληθυντικό
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maˈɲa.ti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐νιά‐τι‐κα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μανιάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- συνοικία του Πειραιά
- ※ Αν ξέρεις τα «Μανιάτικα» μόνο από τα ρεπορτάζ της τηλεόρασης, τότε, χωρίς αμφιβολία, φαντάζεσαι ένα «γκέτο» κάτι σαν το Χάρλεμ. Κακόφημα κέντρα, κρησφύγετα συμμοριών και άλλα παρεμφερή. (Δημήτρης Καπράνος, Το «μανιάτικο λόμπι» του Πειραιά, Η Καθημερινή, 4 Μαρτίου 2007)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες του Πειραιά (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια του Πειραιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)