Μολδοβλαχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μολδοβλαχία οι Μολδοβλαχίες
      γενική της Μολδοβλαχίας των Μολδοβλαχιών
    αιτιατική τη Μολδοβλαχία τις Μολδοβλαχίες
     κλητική Μολδοβλαχία Μολδοβλαχίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μολδοβλαχία < Μολδ(αβία) + -ο- + Βλαχία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mol.ðo.vlaˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μολ‐δο‐βλα‐χί‐α

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μολδοβλαχία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Βλαχία (ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νότιας Ρουμανίας)
  • Μολδαβία (ιστορική περιοχή)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]