Μωρέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μωρέας < + -έας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μωρέας αρσενικό
- (και Μοριάς) παλαιότερη ονομασία της Πελοποννήσου, με χρήση από τα μεσαιωνικά χρόνια μέχρι (σπανιότερα) σήμερα
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Μωρέα)