Πειραϊκή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πειραϊκή | οι | Πειραϊκές |
γενική | της | Πειραϊκής | των | Πειραϊκών |
αιτιατική | την | Πειραϊκή | τις | Πειραϊκές |
κλητική | Πειραϊκή | Πειραϊκές | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πειραϊκή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πειραϊκός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.ɾaiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πει‐ραϊ‐κή
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πειραϊκή θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Πειραϊκή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες του Πειραιά (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια του Πειραιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)