Πεσκάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πεσκάρα < ιταλική Pescara

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πεσκάρα θηλυκό

  1. πόλη της Ιταλίας
  2. αρσενικό: ποταμός της Ιταλίας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]