Πολυδεύκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πολυδεύκης < αρχαία ελληνική Πολυδεύκης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πολυδεύκης αρσενικό
- ανδρικό όνομα, γνωστό από το όνομα τους ενός από τους δίδυμους αδελφούς της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τους Διόσκουρους (ο άλλος είναι ο Κάστωρ)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πολυδεύκης < πολύ + δευκής| < δεῦκος < γλεῦκος < πολύ + γλυκύς, δηλαδή το όνομα σημαίνει «πολύ γλυκός»
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πολυδεύκης αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πολυδεύκης
|