Σβετλάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σβετλάνα < (άμεσο δάνειο) ρωσική Светлана, και από διάφορες άλλες σλαβικές γλώσσες
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σβετλάνα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
υποκοριστικά:
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Σβετλάνα στη Βικιπαίδεια