Σείριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σείριος < αρχαία ελληνική Σείριος και σείριος (καυτός) < ίσως [1] από το "σειρός"

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsi.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σεί‐ρι‐ος
ομόηχο: Σύριος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σείριος αρσενικό

  1. αστέρας διπλάσιος από τον ήλιο που ανήκει στον αστερισμό του Μεγάλου Κυνός
  2. (επιστημονική φαντασία) ή Σειριανός, πολίτης του Σειριακού Αστρικού Συστήματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ορισμένοι ειδικοί θεωρούν ότι ίσως προέρχεται από τη λέξη "σειρός" ή τη λέξη "σείρ" αλλά οι περισσότεροι διαφωνούν