Τυφῶν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τυφῶν, Τυφών

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Τῡφαων- Συγκρίνετε με το Τῠφωεύς.
ονομαστική Τυφῶν οἱ Τυφῶνες
      γενική τοῦ Τυφῶνος τῶν Τυφώνων
      δοτική τῷ Τυφῶν τοῖς Τυφῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Τυφῶν τοὺς Τυφῶνᾰς
     κλητική ! Τυφῶν Τυφῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Τυφῶνε
γεν-δοτ τοῖν  Τυφώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'Τυφῶν' όπως «Τυφῶν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ο Τυφῶν δέχεται επίθεση από τον Δία.
Κρατική αρχαιολογική συλλογή Μονάχου, υδρία, περίπου 450 πκε.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τυφῶν < Τυφάων < δάνειο από προελληνική γλώσσα ή από γλώσσα της Μικράς Ασίας.

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τυφῶν, -ῶνος (Τῡφῶν)

  1. (θεωνύμιο, ελληνική μυθολογία) ο Τυφώνας, γιος της Γαίας και του Τάρταρου, πατέρας των ανέμων
  2. (μεταφορικά) η προσωποποίηση του τύφου, της έπαρσης, της κενότητας της ματαιοδοξίας
  3. (μετεωρολογία) → δείτε τη λέξη τυφῶν
  4. (αστρονομία) κάποιος κομήτης

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

οι δισύλλαβοι τύποι, με μακρό ῡ. Οι τρισύλλαβοι τύποι με βραχύ ῠ.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]