Ψυττάλεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Ψυττάλεια
      γενική της Ψυττάλειας
    αιτιατική την Ψυττάλεια
     κλητική Ψυττάλεια
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ψυττάλεια < αρχαία ελληνική Ψυττάλεια < από το όνομα του Ψύτταλου

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psiˈta.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ψυτ‐τά‐λει‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ψυττάλεια θηλυκό

  • νησίδα ανάμεσα στη Σαλαμίνα και τον Πειραιά
    ※  Κεῖ κάτω στὴν Ψυττάλεια, τὸ σκοτάδι περίεργο γλυστράει στὶς σιωπηλὲς φωληὲς τῶν βράχων της, κι′ ἕνας γλάρος σκύβει πάνω στὴ γλαρίνα ποῦ κοιμᾶται μεσ′ στὴν ἀνοιχτή, στοργική του φτερούγα. (Γεώργιος Θ. Θωμαΐδης, Περ' απ' τον ωκεανό, Νέα Εστία, τεύχος 621, τόμος 53, σελ. 663)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ψυττάλει
      γενική τῆς Ψυτταλείᾱς
      δοτική τῇ Ψυτταλεί
    αιτιατική τὴν Ψυττάλειᾰν
     κλητική ! Ψυττάλει
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ψυττάλεια < Ψύτταλος[1]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ψυττάλεια θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Αίλιος Ηρωδιανός, Καθολική προσωδία, έκδοση Teubner, 1867, σελ. 159

Πηγές[επεξεργασία]