έβενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο έβενος οι έβενοι
      γενική του έβενου
εβένου
των έβενων
εβένων
    αιτιατική τον έβενο τους έβενους
εβένους
     κλητική έβενε έβενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ακατέργαστος έβενος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έβενος < ελληνιστική κοινή ἔβενος (αρσενικό) < ελληνιστική κοινή ἔβενος (θηλυκό) < αρχαία αιγυπτιακή
U13
n
Z4
M3
(hbnj)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈe.ve.nos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έβενος αρσενικό

  • σκληρό και βαρύ ξύλο με βαθύ σκούρο χρώμα, από διάφορα υποτροπικά και τροπικά δέντρα, κυρίως του γένους Diospyros

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]