έδρανο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έδρανο τα έδρανα
      γενική του εδράνου
έδρανου
των εδράνων
    αιτιατική το έδρανο τα έδρανα
     κλητική έδρανο έδρανα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έδρανο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕδρανον (κάθισμα, κατοικία) < ἕδος (κάθισμα) < ἕζομαι (κάθομαι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έδρανο ουδέτερο

  1. το κάθισμα με πάγκο από πάνω για να ακουμπά αυτός που κάθεται
  2. το θρανίο
  3. μηχανολογία, στατική) η βάση στήριξης

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη έδρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]