αγοροκόριτσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγοροκόριτσο < αγόρι + κορίτσι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγοροκόριτσο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]