αγρότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγρότης, Αγρότης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγρότης οι αγρότες
      γενική του αγρότη των αγροτών
    αιτιατική τον αγρότη τους αγρότες
     κλητική αγρότη αγρότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγρότης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγρότης[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈɣɾo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γρό‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Νεπαλέζος αγρότης

αγρότης αρσενικό (θηλυκό αγρότισσα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]