αδρόνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αδρόνιο τα αδρόνια
      γενική του αδρόνιου
αδρονίου
των αδρόνιων
αδρονίων
    αιτιατική το αδρόνιο τα αδρόνια
     κλητική αδρόνιο αδρόνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδρόνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hadron + -ιο < αρχαία ελληνική ἁδρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αδρόνιο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]