αιθέρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αιθέρας οι αιθέρες
      γενική του αιθέρα των αιθέρων
    αιτιατική τον αιθέρα τους αιθέρες
     κλητική αιθέρα αιθέρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιθέρας <

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈθe.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐θέ‐ρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιθέρας αρσενικό

  1. ο ουρανός, τα ύψη
    Μάχες στους αιθέρες (τίτλος άρθρου στην εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ", 30 Οκτωβρίου 2007)
  2. πτητικό υγρό που χρησιμοποιείται και ως αναισθητικό
    • (στον πληθυντικό) τάξη οργανικών ενώσεων
      οι κορεσμένοι άκυκλοι αιθέρες θεωρητικά προκύπτουν από αλκοόλες με αντικατάσταση του αλκοολικού υδρογόνου από οργανική ρίζα ή από το νερό με αντικατάσταση των δύο ατόμων Η από οργανικές ρίζες ή από τα αλκάνια (RH) με αντικατάσταση ενός ατόμου Η από την αλκοξυομάδα : RO- (CH3O-, CH3CH2O- κλπ.) (από το άρθρο της Βικιπαίδειας Αιθέρες)
  3. (φυσική, αστρονομία) η ουσία η οποία, θεωρητικά (δεν έχει αποδειχθεί) καταλαμβάνει το κενό διάστημα
    (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]