αμανές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμανές οι αμανέδες
      γενική του αμανέ των αμανέδων
    αιτιατική τον αμανέ τους αμανέδες
     κλητική αμανέ αμανέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμανές < (άμεσο δάνειο) τουρκική mâni με ανάπτυξη προτακτικού α-[1] < αραβική معنى (máʕnā)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμανές αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]