αμπαζούρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμπαζούρ < λόγιο δάνειο από τη γαλλική abat-jour [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δύο φωτιστικά με αμπαζούρ

αμπαζούρ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]