αρμπιτράζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμπιτράζ < arbitrage
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμπιτράζ ουδέτερο άκλιτο
- (οικον.) εμπορική πράξη που συνιστάται στην απόκτηση εμπορεύματος ή συναλλάγματος σε μία αγορά και την άμεση μεταπώλησή του σε άλλη με σκοπό τον προσπορισμό κέρδους από τη διαφορά των τιμών που ισχύουν στους δύο τόπους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμπιτράζ
|