ατμοτελωνίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατμοτελωνίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀτμοτελωνίς από την αιτιατική σε -ίδα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική patache de douane[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.tmo.te.loˈni.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τμο‐τε‐λω‐νί‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ατμοτελωνίδα θηλυκό
- (παρωχημένο, ναυτικός όρος) πλοίο που χρησιμοποιούνταν από τις τελωνειακές υπηρεσίες, κινούμενο με ατμό
- ※ Η Θεσσαλονίκη δεν απέχει περισσότερον από τρεις-τέσσερες ώρες και τα εμπορικά είδη είνε φτηνότατα και τ’ ακρογιάλια δεν έχουν τελωνοφυλάκους, ούτε η θάλασσα ατμοτελωνίδες. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, κεφάλαιο Δ)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατμοτελωνίδα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ατμοτελωνίδα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ατμο- (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)