αυτοοργάνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοοργάνωση | οι | αυτοοργανώσεις |
γενική | της | αυτοοργάνωσης | των | αυτοοργανώσεων |
αιτιατική | την | αυτοοργάνωση | τις | αυτοοργανώσεις |
κλητική | αυτοοργάνωση | αυτοοργανώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.fto.oɾˈɣa.no.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐ορ‐γά‐νω‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοοργάνωση θηλυκό
- (νεολογισμός) η διαδικασία μέσω της οποίας ένας οργανισμός πραγματοποιεί εσωτερική οργάνωση
- ※ Άλλο πράγμα η απαίτηση για αυτοοργάνωση ή αμφισβήτηση των ιεραρχιών και άλλο αυτό να μεθερμηνεύεται ως περιφρόνηση του αναγκαία συλλογικού και οργανωμένου χαρακτήρα που πρέπει να έχει ακόμη και μια πολιτική που διεκδικεί να είναι ριζοσπαστική. (Σωτήρης Παναγιώτης, Δεκέμβρης 2008: Μια κοινωνική έκρηξη από το μέλλον, μια εμπειρία που σημάδεψε τη νεολαία, Τα Νέα, 6 Δεκεμβρίου 2020)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοοργάνωση
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)