αυτοπροβολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοπροβολή < αυτοπροβάλλομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοπροβολή θηλυκό
- η ενέργεια του αυτάρεσκου, που προβάλλει τον εαυτό του, κάνει φιγούρα, επιδεικνύει υπερβολικά τα ταλέντα του ή τα επιτεύγματά του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοπροβολή