βακούφι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βακούφι | τα | βακούφια |
γενική | του | βακουφιού | των | βακουφιών |
αιτιατική | το | βακούφι | τα | βακούφια |
κλητική | βακούφι | βακούφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βακούφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική vakıf + -ι < αραβική (waqf)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βακούφι ουδέτερο
- (ιστορία) (θρησκεία) κτήμα που έχει δοθεί/αφιερωθεί από τον ιδιοκτήτη του σε μοναστήρι ή ιερό καθίδρυμα
- (κατ’ επέκταση) (λαϊκότροπο) (συνήθως στον πληθυντικό) η γενικότερη ακίνητη περιουσία ενός μοναστηριού
- (συνεκδοχικά) το μοναστήρι ή η εκκλησία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)