βακτήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βακτηρίδιο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βακτήριο τα βακτήρια
      γενική του βακτηρίου
βακτήριου
των βακτηρίων
    αιτιατική το βακτήριο τα βακτήρια
     κλητική βακτήριο βακτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βακτήριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βακτήριον, υποκοριστικό του βακτηρία (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική bactérie < μεσαιωνική λατινική bacterium < αρχαία ελληνική βακτήριον)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βακτήριο ουδέτερο

παράγωγα-σύνθετα[επεξεργασία]

→ δείτε και τη λέξη βακτηρία

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]