βιοαέριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιοαέριο τα βιοαέρια
      γενική του βιοαερίου
βιοαέριου
των βιοαερίων
    αιτιατική το βιοαέριο τα βιοαέρια
     κλητική βιοαέριο βιοαέρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιοαέριο < βιο- + αέριο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική biogas

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.o.aˈe.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ο‐α‐έ‐ρι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιοαέριο ουδέτερο

  • (νεολογισμός) αέριο καύσιμο το οποίο δημιουργείται αποσύνθεση οργανικής ύλης χωρίς οξυγόνο
    ※  Ανά τεχνολογία ΑΠΕ, η μεσοσταθμική τιμή αιολικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα διαμορφώθηκε στα 72,3 ευρώ ανά MWh, από φωτοβολταϊκά στα 213,2 ευρώ ανά MWh, από φωτοβολταϊκά σε στέγες στα 422,8 ευρώ ανά MWh, από ΜΥΗΣ στα 79,5 ευρώ ανά MWh, από βιοαέριο/βιομάζα στα 145,8 ευρώ ανά ΜWh. (Χρύσα Λιάγγου, Με πλεόνασμα 165,41 εκατ. ευρώ ο ΕΛΑΠΕ το 2021, Η Καθημερινή, 29 Ιουλίου 2021)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr